στερήσω

στερήσω
στερέω
deprive
aor subj act 1st sg
στερέω
deprive
fut ind act 1st sg
στερέω
deprive
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑστερήσω — ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg ὑστερέω to be behind aor subj act 1st sg ὑστερέω to be behind fut ind act 1st sg ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind futperf ind act 1st sg ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”